ανερώτηγος
Смотреть что такое "ανερώτηγος" в других словарях:
ανερώτητος — ανερώτητος, η, ο και ανερώτηγος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε ρώτησε ή δε ρωτήθηκε: Σήμερα ήρθε κι έφυγε ανερώτητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)